- προσκυνοῦμαι
- προσκυνέωmake obeisancepres ind mp 1st sg (attic epic doric)προσκυνέωmake obeisancepres ind mp 1st sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνευφημώ — έω, ΜA μεταχειρίζομαι εύφημες λέξεις, επαινώ μαζί με άλλους κάποιον μσν. παθ. συνευφημοῡμαι προσκυνούμαι, δοξάζομαι μαζί αρχ. συναινώ, επιδοκιμάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + εὐφημῶ (< εὔφημος)] … Dictionary of Greek